λαύρα

λαύρα
λαύρα, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [suff] λᾱτῠπ-ρη, ,
A alley, lane, passage, Od.22.128, 137, Pi. P.8.86, Hdt.1.180, Hermesian.7.65, Herod.1.13, POxy.1449.6 (iii A.D.), etc.; ἡ τῶν Σαμίων λ. an alley or bazaar at Samos, where women sold delicacies of all kinds, Clearch.22; εὐδαιμόνων λ., at Alexandria, Ath.12.541a; avenue, Theoc.Ep.4.1; path, Plu.Crass.4.
2 = ἄμφοδον 11, POxy.242 (i A.D.).
II sewer, privy, Hippon.in PSI9.1089.10: pl., Ar.Pax99, 158 (both anap.), J.AJ15.9.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαύρα — λαύρᾱ , λαύρα alley fem nom/voc/acc dual λαύρᾱ , λαύρα alley fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύρᾳ — λαύρᾱͅ , λαύρα alley fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύρα — η (AM λαύρα, Α επικ. και ιων. τ. λαύρη) νεοελλ. μσν. 1. είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού, στο οποίο ο κάθε μοναχός ζει σε δικό του κελλί 2. το κελλί τού μοναχού, ιδίως τού αναχωρητή 3. συνεκδ. μεγάλο οικοδόμημα που περιλαμβάνει πολλά κελλιά μαζί 4.… …   Dictionary of Greek

  • λαύρα — η μοναστήρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αγία Λαύρα — Ιστορικό μοναστήρι της Πελοποννήσου, 4 χλμ. ΝΔ των Καλαβρύτων, συνδεδεμένο επί αιώνες με τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες. Μέτρο της σημασίας του αποτελούν οι αλλεπάλληλες πυρπολήσεις και καταστροφές του από το 1585 έως το 1943. Ιστορία.… …   Dictionary of Greek

  • λαύρας — λαύρᾱς , λαύρα alley fem acc pl λαύρᾱς , λαύρα alley fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύραι — λαύρᾱͅ , λαύρα alley fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαύραν — λαύρᾱν , λαύρα alley fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαυρέων — λαύρα alley fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαυρῶν — λαύρα alley fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαῦραι — λαύρα alley fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”